στερεότυπος

στερεότυπος
[стэрэотипос] εκ. стереотипный, (μεταφ.) стереотипный, шаблонный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στερεότυπος" в других словарях:

  • στερεότυπος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει παραχθεί με στερεοτυπία 2.συνεκδ. αυτός που έχει τυπωθεί με στερεοτυπία («στερεότυπο βιβλίο») 3. μτφ. αυτός που εμφανίζεται πάντοτε με την ίδια μορφή, αμετάβλητος («στερεότυπη έκφραση») 4. το ουδ. ως ουσ. το στερεότυπο… …   Dictionary of Greek

  • στερεότυπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που εμφανίζεται πάντα με την ίδια μορφή. 2. μονότονος, ανιαρός: Η στερεότυπη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων κατάντησε ενοχλητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεοτυπία — η, Ν 1. ιατρ. ανεξήγητη, αναιτιολόγητη αυτοματική και απροσάρμοστη προς τη συγκεκριμένη κατάσταση επανάληψη ήχων, λέξεων, κινήσεων ή χειρονομιών, η οποία απαντά κυρίως στις παιδικές ψυχώσεις και στην κατατονία 2. μέθοδος τυπογραφίας κατά την… …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπείο — το, Ν εργαστήριο όπου γίνεται η τυπογραφική στερεοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ., στον λόγιο τ. στερεοτυπεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπώνω — Ν 1. κατασκευάζω στερεοτυπική πλάκα 2. εκτυπώνω κάτι με τη μέθοδο τής στερεοτυπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνο γαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»